φλοίσβο

φλοίσβο
deniz hışırtısı, dalga sesi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ένηχος — ἔνηχος, ον (AM) [ήχος] (για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων μσν. αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος αρχ. 1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • ροιζώ — (I) έω, Α [ῥοῑζος] 1. ηχώ δυνατά, παράγω ήχο τριγμού ή σφυρίγματος 2. (για φίδι) σφυρίζω 3. (για πτηνό) κινούμαι ορμητικά χτυπώντας τα φτερά μου 4. ρίχνω βέλος, τοξεύω 5. (για νερό) ρέω με φλοίσβο. (II) όω, Μ [ῥοῑζος] μέσ. ῥοιζοῡμαι, όομα… …   Dictionary of Greek

  • υπόφλοισβος — ον, Α αυτός που κάνει ελαφρό φλοίσβο, που παφλάζει ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φλοῖσβος (πρβλ. πολύ φλοισβος)] …   Dictionary of Greek

  • φλοισβίζω — αμτβ. (για νερά που κινούνται), παράγω φλοίσβο, παφλάζω ελαφρά: Πότε φλοισβίζει η θάλασσα, πότε βαρυβογκά (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”